- λεμεντάρομαι
- λεμαντάρομαι (Μ)παραπονούμαι, κλαίομαι, μεμψιμοιρώ, διαμαρτύρομαι, γκρινιάζω. [ΕΤΥΜΟΛ. < βεν. *lementarse].
Dictionary of Greek. 2013.
Dictionary of Greek. 2013.
λεμενταρίστρα — λεμενταρίστρα, ἡ (Μ) γκρινιάρα γυναίκα. [ΕΤΥΜΟΛ. < λεμεντάρομαι + κατάλ. ίστρα (πρβλ. κουν ίστρα, μανταρ ίστρα)] … Dictionary of Greek